μπανιστήρι

μπανιστήρι
το [μπανίζω]
το να κρυφοκοιτάζει κάποιος ημίγυμνους ή γυμνούς ή να παρακολουθεί ερωτικές περιπτύξεις για να διεγερθεί ο ίδιος σεξουαλικά, η ηδονοβλεψία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”